- λαβουλβενιομύκητες
- οι(μυκητ.) κλάση μυκήτων που ανήκει στους ασκομύκητες και περιλαμβάνει περισσότερα από 1.500 είδη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β' σύνθ., πρβλ. αγγλ. laboulbeniomycetes < laboulbenia < νεολατ. laboulbenia < J. Laboulbene, όν. Γάλλου εντομολόγου, + mycetes < νεολατ. mycetes < ελλ. μύκητες].
Dictionary of Greek. 2013.